τεράστιος

τεράστιος
-α, -ο / τεράστιος, -ον, ΝΜΑ
πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, ο πολύ μεγάλων διαστάσεων, πελώριος, υπερφυσικός (α. «τεράστια περιουσία» β. «τεράστιο το πρόβλημα τής ρύπανσης τού περιβάλλοντος» γ. «τεράστιον τὸ πρᾱγμα ἐφαίνετο», Λουκιαν.
δ. «τεράστιον ἔργον», Φίλ.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεράστιον
α) θεϊκό σημάδι
β) θαυμαστό επίτευγμα, απόδειξη τής παντοδυναμίας τού θεού
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τεράστιοι
(για πρόσ.) αυτοί που κάνουν πράξεις οι οποίες προκαλούν έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο
2. φρ. «Ζεὺς τεράστιος» — προσωνυμία τού Διός ως θεού τών τεράτων, τών προφητικών σημείων (Λουκιαν.).
επίρρ...
τεραστίως ΝΜΑ
σε τεράστιο βαθμό, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας*, πιθ. μέσω αμάρτυρου *τεραστός (πρβλ. σεβαστός: Σεβάστιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεράστιος — monstrous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστιος — α, ο επίρρ. α υπερβολικά μεγάλος, υπερφυσικός, πελώριος: Τεράστιος πλούτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεραστίως — τεράστιος monstrous adverbial τεράστιος monstrous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστιον — τεράστιος monstrous masc/fem acc sg τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίοις — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίου — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίους — τεράστιος monstrous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίων — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίῳ — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστια — τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”